- στεναγματώδης
- -ῶδες, Α [στέναγμα, -άγματος]1. όμοιος με στεναγμό2. αυτός που ακολουθείται από στεναγμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεναγματώδης — like a sigh masc/fem acc pl (attic epic doric) στεναγματώδης like a sigh masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) στεναγματώδης like a sigh masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεναγματῶδες — στεναγματώδης like a sigh masc/fem voc sg στεναγματώδης like a sigh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεναγμώδης — ῶδες, ΜΑ [στεναγμός] όμοιος με στεναγμό, στεναγματώδης* («στεναγμώδης ἀναπνοή», Παύλ. Αιγ.) … Dictionary of Greek